-
1 μωρό-σοφος
μωρό-σοφος, ὁ, der närrische Weise oder der weise Narr, Luc. Alex. 40.
-
2 μωρό-σῡκον
μωρό-σῡκον, τό, = συκόμωρον, Sp.
-
3 μωρό-φρων
-
4 μωρό-κακος
μωρό-κακος, = Vorigem, Procl.
-
5 μωρό-θεος
μωρό-θεος, Orac. Sib., wahrscheinlich die Heiden, mit dummen Göttern.
-
6 μωρο-πόνηρος
μωρο-πόνηρος, dummböse, Physiogn.
-
7 μωρο-ποιός
μωρο-ποιός, dumm machend, Sp.
-
8 μωρο-ποιέω
μωρο-ποιέω, dumm, einfältig machen, Sp.
-
9 μωρο-φιλό-σοφος
μωρο-φιλό-σοφος, ὁ, der närrische Philosoph, Sp.
-
10 μωρο-κακο-ήθης
μωρο-κακο-ήθης, ες, von dummer Bosheit, Sp.
-
11 μωρο-κλέπτης
μωρο-κλέπτης, ὁ, der dumme Dieb, Aesop.
-
12 μωρο-λόγος
μωρο-λόγος, einfältig, dumm redend, Maneth. 4, 446.
-
13 μωρο-λόγημα
μωρο-λόγημα, τό, einfältige Rede, Erzählung, Plut. non posse 2.
-
14 μωρο-λογέω
μωρο-λογέω, einfältig, dumm reden; Plut. Stoic. rep. 10; Archestrat. bei Ath. IV, 163.
-
15 μωρο-λογία
μωρο-λογία, ἡ, das Einfältig-, Thörichtreden; Arist. H. A. 1, 11; N. T. u. sonst bei Sp., wie Plut. de garrul. 4; S. Emp. adv. gramm. 174.
-
16 μωρο-νήπιος
μωρο-νήπιος, ὁ, ein kindischer Thor, Sp.
-
17 μωρό
το младенец, ребёнок -
18 μωρό
[моро] ουσ. о. ребенокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μωρό
-
19 μωρό
[моро] ουσ ο ребенок. (грудной). -
20 μωρό
1) babe2) babyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μωρό
См. также в других словарях:
μωρό — το (Μ μωρόν) βλ. μωρός … Dictionary of Greek
μωρό — το το βρέφος, το νήπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
πορτμπεμπέ — το, N άκλ. φορητό λίκνο, καλαθάκι για μωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bebe < porter «φέρω» + bebe «βρέφος, μωρό»] … Dictionary of Greek